Όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο ζήτημα, επισκέφθηκα τον Διοικητή της αστυνομίας στην Αμαλιάδα όπου δραστηριοποιούμαι, μια πόλη 30.000 κατοίκων προκειμένου να έχω μια εικόνα για τις υποβληθείσες μηνύσεις περί ενδοοικογενειακής βίας, δειγματοληπτικά. Στην αρχική ερώτηση μου λοιπόν για το πόσες μηνύσεις, καταγγελίες και αναφορές έχουν υποβληθεί από γυναίκες- σε βάρος συζύγων τους η απάντηση ήταν πάρα πολλές και στην ερώτηση μου για το αντίστροφο , δηλαδή για το πόσες μηνύσεις έχουν υποβληθεί από άντρες κατά των γυναικών τους, η απάντηση ήταν καμία. Συνεπώς δεν υπήρχε καν λόγος να προσκομίσω ενώπιον σας τα σχετικά στατιστικά. Με μια πρώτη και αφελή ανάγνωση των στοιχείων αυτών, συμπεραίνουμε πως στην Αμαλιάδα , όλες οι γυναίκες είναι θύματα που κακοποιούνται από τους συζύγους τους και απολύτως καμία δεν αντέδρασε ουδέποτε στην κακοποίηση αυτή, ενώ δεν υπάρχει καμία απολύτως γυναίκα με βίαιη συμπεριφορά. Θεωρώ πως τα στατιστικά της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος των γυναικών θα πρέπει αν μη τι άλλο να μας προβληματίσουν προκειμένου να διερευνηθεί σε βάθος η βασιμότητα αυτών και το πόσα από τα περιστατικά αυτά είναι εικονικά και πόσα πραγματικά. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας και εμείς οι δικηγόροι φέρουμε σοβαρό μερίδιο ευθύνης για την ραγδαία αυτή αύξηση των υποβαλλομένων περί ενδοοικογενειακής βίας μηνύσεων, εάν έρθει φερ’ ειπείν μια πελάτισσα στο γραφείο μας και μας δηλώσει πως επιθυμεί να λάβει διαζύγιο και να καταστρέψει τον σύζυγό της τί θα την συμβουλεύσουμε;; Προφανώς, να υποβάλλει μια μήνυση για ενδοοικογενειακή, το λιγότερο εξύβριση ή απειλή και κατόπιν η υπόθεση θα πάρει το δρόμο της. Θεωρώ πως τα στοιχεία αυτά αν μη τι άλλο εν έτη 2017 μας προσβάλλουν ως γυναίκες καθώς δεν είναι δυνατόν μετά από τόσους αγώνες για την γυναικεία χειραφέτηση, παραπάνω από τις μισές ελληνίδες να έχουν πέσει θύματα κακοποίησης, ενώ υποτιμά και προσβάλλει και τις γυναίκες αυτές που πράγματι είναι θύματα.
Η ενδοοικογενειακή βία σε βάρος του άνδρα, δηλαδή η κακοποίηση του, εντός του πυρήνα της οικογένειας, ασκείται είτε με φυσική κακοποίηση , είτε με ψυχική κακοποίηση , είτε με οικονομική κακοποίηση με τη μορφή της οικονομικής εκμετάλλευσης. Θα τολμήσω να προσεγγίσω το ζήτημα, από μια διαφορετική οπτική και θα αναφερθώ σε μια συγκεκριμένη μη αναγνωρισμένη νομολογιακά, μορφή ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης εντός της οικογένειας με θύματα τόσο τους άνδρες, όσο και τα τέκνα που κατά την άποψη μου είναι σοβαρότατη και έχει καταστρεπτικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα, θα αναφερθώ στην δικαστηριακή πρακτική και στην εκτέλεση των σχετικών αποφάσεων σε οικογενειακές περί επιμέλειας και επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων υποθέσεις. Σύμφωνα με την έρευνα του Ευστράτιου Παπάνη , ψυχολόγου, επίκουρου καθηγητή κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, που διεξήχθη τα έτη 2006-2008 στην Ελλάδα, η μητέρα αναλαμβάνει την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο στο 87,1% των περιπτώσεων. Συνεπώς γίνεται αντιληπτό πως αποτελεί πάγια νομολογιακή τακτική η επιμέλεια να ανατίθεται στην μητέρα και ειδικά σε μικρές ηλικίες. Το ζήτημα είναι όμως τί γίνεται με το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο. Δυστυχώς τα πινάκια των Μονομελών πλημμελειοδικείων είναι γεμάτα με υποθέσεις παραβίασης των περί της επικοινωνίας αποφάσεων, σύμφωνα δε με την ανωτέρω έρευνα το 68,3% των κοριτσιών και το 38,1% των αγοριών αποξενώνεται πλήρως και δεν διατηρεί καμία επαφή με τον πατέρα του μετά το διαζύγιο των γονέων τους. Συνεπώς οι μητέρες σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό παρεμποδίζουν και απαγορεύουν την επικοινωνία των τέκνων με τον έτερο φυσικό τους γονέα, δηλαδή τα δύο στα τρία παιδιά αποξενώνονται πλήρως από τον πατέρα τους. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά από πλευράς της μητέρας ονομάζεται «σύμπλεγμα της Μήδειας». Για να γίνω αντιληπτή, θα αναφερθώ στον δικαστικό κύκλο που έχει μια τέτοια υπόθεση που δυστυχώς αντιμετωπίζουμε συχνά. Μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση των συζύγων, ο πατέρας ο οποίος ως όφειλε σύμφωνα με το νόμο απευθύνθηκε στο Μονομελές πρωτοδικείο και κατάφερε να εκδοθεί μια απόφαση περί επικοινωνίας με το παιδί του, μεταβαίνει στην οικία της μητέρας για να παραλάβει το τέκνο και εκείνη, δεν του το παραδίδει για να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα του. Στην συνεχεία, μη μπορώντας να πράξει κάτι άλλο, αφού δεν υπάρχει τρόπος εκτέλεσης των συγκεκριμένων αποφάσεων, υποβάλλει μήνυση σε βάρος της μητέρας για παραβίαση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι υποθέσεις αυτές γνωρίζουμε πολύ καλώς πως εκδικάζονται ακόμα και μετά την πάροδο 5 ετών και οι μητέρες σε ποσοστό τουλάχιστον 90% αθωώνονται, είτε με την αιτιολογία πως ο πατέρας δεν πήγε καν να παραλάβει το τέκνο, άρα θα πρέπει ο πατέρας για να δει το παιδί του να παίρνει μαζί του μάρτυρες, είτε με την αιτιολογία πως το τέκνο ήταν αδιάθετο, κάτι που αποδεικνύεται συνήθως με μια ιατρική βεβαίωση ιδιώτη παιδιάτρου, δικαιολογία βέβαια που δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εσαεί καθώς οι υποβαλλόμενες συνήθως μηνύσεις στις υποθέσεις αυτές με τους ίδιους διαδίκους είναι άπειρες, δηλαδή όσες και οι παραβιάσεις, είτε τέλος με την πιο χιλιοειπωμένη δικαιολογία πως το παιδί δεν θέλει, δεν επιθυμεί να επικοινωνήσει με τον πατέρα του. Το Δικαστήριο βέβαια, που δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση να καταδικάσει μια μαμά που μεγαλώνει μόνη της τα τέκνα της, σε ποσοστό τουλάχιστον 90% , όπως προανέφερα την αθωώνει. Η μαμά αυτή λοιπόν, εν συνεχεία, με την αθωωτική απόφαση ανά χείρας πηγαίνει και υποβάλλει σε βάρος του συζύγου της, μήνυση για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία κλπ και όλοι γνωρίζουμε την κατάληξη της υπόθεσης αυτής, καθώς είναι πολύ πιο απλό να καταδικάσεις τον πατέρα-τέρας που καταμήνυσε δήθεν ψευδώς την μητέρα του παιδιού του και την έσυρε στα Δικαστήρια. Από την μικρή μου εμπειρία σε τέτοιες υποθέσεις, ο κύκλος αυτός των αντιθέτων μηνύσεων επαναλαμβάνεται, είτε μέχρι το παιδί να φτάσει στην ηλικία των 18 ετών, είτε μέχρι το ποινικό μητρώο του πατέρα να μην είναι πια λευκό, οπότε αναγκαστικά παραδίδει τα όπλα. Αρκεί να σας πω, πως έχω πελάτες που έχουν να δουν τα τέκνα τους 10 και πλέον έτη και μάλιστα από την ηλικία ακόμα και του ενός έτους. Αυτό που με θλίβει και με εντυπωσιάζει, είναι που το δικαστήριο, στην δικαιολογία της μητέρας «δεν θέλει το παιδί» δεν προχωρά παραπέρα, δηλαδή δεν ρωτά το αυτονόητο, γιατί δεν θέλει το παιδί, και την επόμενη από αυτήν αυτονόητη ερώτηση, ποιος είναι υπεύθυνος να διαπαιδαγωγήσει το παιδί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιθυμεί να επικοινωνεί με τον φυσικό του γονέα; Δηλαδή αν το παιδί μεγαλώνοντας, δηλώσει πως δεν θέλει να πηγαίνει στο σχολείο, θα το αφήσει η μητέρα αυτή να μην πάει; Δεν θεωρώ, ότι κανένας νοήμων άνθρωπος, όταν μιλάμε για παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών μπορεί να πιστέψει πως από μόνα τους άνευ ετέρου λόγου δεν θέλουν να επικοινωνούν με τον πατέρα τους, ιδιαιτέρως στις μέρες μας που τα διαζύγια σε πολύ μικρές ηλικίες και κατόπιν πολύ συντόμου εγγάμου συμβιώσεως έχουν αυξηθεί. Δυστυχώς, οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις αφορούν τέκνα ηλικίας κάτω των 7 ετών. Ευλόγως λοιπόν διερωτώμαι, τί άραγε λέει η μητέρα αυτή στο παιδί, που όπως είναι φυσικό ρωτάει, που είναι ο μπαμπάς του. Τα τινά είναι δύο, είτε βομβαρδίζει την παιδική και αγνή ψυχούλα του παιδιού με ύβρεις και προσβολές για τον μπαμπά, πασχίζοντας με τον καιρό να τον μειώσει στα μάτια του, ανατρέφοντας και μαθαίνοντας το, να ζει με το μίσος για τον πατέρα του σε όλη του την ζωή, είτε. ακόμα χειρότερα κατά την άποψη μου, λέει στο παιδί ότι ο πατέρας του, δεν το θέλει , δεν το αγαπά και δεν επιθυμεί να το συναντά, μεγαλώνοντας ένα παιδί με μόνιμο το αίσθημα της απόρριψης από τον φυσικό του γονέα, άρα και στις δύο περιπτώσεις οι μαμάδες αυτές μεγαλώνουν, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ψυχικά σακατεμένα παιδιά. Θα πει κάποιος, κι άλλα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς τον πατέρα τους σε περιπτώσεις θανάτου ή πλήρους αδιαφορίας από πλευράς του, οι περιπτώσεις αυτές θεωρώ πως δεν είναι ίδιες αφού η μητέρα και ο περίγυρός της, λόγω ακριβώς της μη ύπαρξης της απειλής από την πλευρά του πατέρα, του πλέκουν το εγκώμιο και αναφέρουν μόνο τα θετικά του στοιχεία με αποτέλεσμα το παιδί να μεγαλώνει με την παρουσία του πατέρα και ας μη είναι αυτή φυσική και μάλιστα συνήθως μεγαλώνει με την επιθυμία να του μοιάσει. Η ίδια, δεν είμαι ούτε μαμά, ούτε ειδική ψυχολόγος, αλλά σαν παιδί που μεγάλωσα ισορροπημένα και με τους δύο γονείς μου, πιστεύω μετά βεβαιότητας, πως αν έλειπε από την ζωή μου ο πατέρας μου, θα έλειπε σήμερα από εμένα ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου, θα ήμουν μισή, δεν θα ήμουν εγώ. Θεωρώ, πως η αποξένωση του παιδιού από το πατέρα του είναι μια βαριά μορφή ψυχολογικής κακοποίησης με θύματα τόσο τα παιδιά, όσο βέβαια και τους μπαμπάδες-συζύγους. Ποιος είναι άραγε ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να εκδικηθείς έναν γονέα, αν όχι να του στερήσεις το παιδί του και το κάνεις με τα χρόνια κάποια στιγμή να του πει «δε σε θέλω». Είναι προφανές, πως στις περιπτώσεις αυτές, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω, τα απωλεσθέντα παιδικά χρόνια του παιδιού δεν αναπληρώνονται, ούτε μπορούμε βέβαια να περιμένουμε από το παιδί που μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, μετά τα 18 του ξαφνικά να τον αγαπήσει. Με όλη αυτή τη συμπεριφορά πλήττεται ανεπανόρθωτα η ψυχολογία του πατέρα, ο οποίος ξαφνικά ενώ είχε οικογένεια, μένει και αισθάνεται μόνος και παντελώς απροστάτευτος απέναντι στην εκδικητική πρώην σύζυγό του, αισθάνεται ταπεινωμένος, εξευτελισμένος, ντροπιασμένος και ψυχικά ακρωτηριασμένος. Το γεγονός, πως παρά τις προσπάθειές του, δεν μπορεί καν να βρεθεί κοντά στα παιδιά του, κάνει τον άνδρα-μπαμπά να νιώθει ανίκανος, άχρηστος, και ένοχος, ενώ τα κοινωνικά στερεότυπα του ‘ισχυρού’ φύλου θα αναγκάσουν τον κακοποιημένο άνδρα να υποστεί το σαρκασμό, τα πειράγματα και τη γελοιοποίηση, αν διανοηθεί να καταγγείλει το γεγονός ή να μοιραστεί το πρόβλημά του με τους φίλους του. Επί τω τέλει, ο άνδρας αυτός, δικαιολογημένα σταματά να πιστεύει στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και είτε παραιτείται από κάθε προσπάθεια και συνεχίζει τη ζωή του με την μόνιμη θλίψη της απώλειας του παιδιού του, είτε αυτοδικεί ή ασκεί κάποια μορφή βίας προκειμένου να βρεί μόνος του το δίκιο του. Συνεπώς, η δικαστηριακή αυτή πρακτική, αντί να ηρεμεί, οξύνει τα πάθη, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο ένας άνδρας να μη φεύγει από έναν τυραννικό και βασανιστικό γάμο μόνο και μόνο από φόβο πως αν χωρίσει, δεν θα ξαναδεί τα παιδιά του, με αποτέλεσμα να έχουμε ανθρώπους που βιάζονται ψυχικά σε όλη τους τη ζωή.
Ο Gardner, το 1991 παρατήρησε ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν και μπλέχτηκαν στις διαφωνίες κηδεμονίας, ανέπτυξαν μια διαταραχή με χαρακτηριστικό την έμμονη αποξένωση από τον ένα γονέα με αποτέλεσμα να εισαγάγει τον όρο του «Γονικού Συνδρόμου Αποξένωσης». Το «Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης», σύμφωνα με τον Gardner, είναι μια διαταραχή στην οποία ένα παιδί βασανίζεται με την υποτίμηση και με την επικριτική δυσφήμηση κάποιου από τους γονείς (που συχνότερα είναι ο πατέρας), η οποία, είναι αδικαιολόγητη ή υπερβάλλουσα και αρνείται υπό την καθοδήγηση της μητέρας, να επικοινωνεί με τον πατέρα του. Το έτος 2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναγνώρισε το Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης σε μια Διεθνή Διάσκεψη, ενώ σε πέντε πολιτείες δε των Η.Π.Α., αναγνωρίσθηκε η 24η Απριλίου κάθε έτους ως ημέρα γονικής αποξένωσης (parental alienation). Μάλιστα, το σύνδρομο αυτό, αναφέρεται σε δικαστικές αποφάσεις της Γαλλίας, του Καναδά, της Ολλανδίας, κτλ προκειμένου να εξηγηθεί η άρνηση του παιδιού να συναναστραφεί με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια.
Υπολογίζεται, ότι ο αριθμός των αποξενωμένων παιδιών στην Ελλάδα, ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες και είναι ο υψηλότερος, τόσο σε ποσοστά όσο και σε απόλυτους αριθμούς σε όλο τον κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια του παιδιού από το πατέρα αποτελεί περίοδο πένθους και συναισθηματικά αντιστοιχεί στο συμβολικό θάνατο του παιδιού. Το να στρέφει ένας γονέας το παιδί εναντίον του άλλου γονέα, είναι σαν να το στρέφει κατά του ίδιου του, του εαυτού. Τα αποτελέσματα κλινικών ερευνών δείχνουν ότι οι ανήλικοι που βιώνουν εμπειρίες γονεϊκής αποξένωσης, υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση και ψυχοσωματικές διαταραχές, εμφανίζουν σημαντικές δυσκολίες στην έκφραση του συναισθήματος και παρουσιάζουν προβλήματα στην σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων Μακροχρόνια υποφέρουν από κατάθλιψη, καθώς δεν είχαν την δυνατότητα να θρηνήσουν για την «απώλεια» του αποξενωμένου γονέα, από συναισθήματα τύψεων και ενοχών για τη συμπεριφορά τους, καθώς και από προβλήματα στην ανάπτυξη της αίσθησης της ταυτότητας. Συνειδητοποιώντας την αλήθεια και την άδικη στάση τους, συχνά, στρέφονται κατά του άλλου γονέα τον οποίο και κατηγορούν ως υπεύθυνο της απώλειας. Για τα παιδιά συνεπώς, η συμπεριφορά αυτή, αποτελεί κληρονομική επιβάρυνση.
Θεωρώ πως δεν υπερβάλλω αν χαρακτηρίσω την συμπεριφορά αυτή, από πλευράς της μητέρας σε βάρος του πατέρα, εγκληματική και θα πρέπει να παταχθεί άμεσα. Ένας βασικός και ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης είναι η δημιουργία και η λειτουργία οικογενειακών δικαστηρίων, και οικογενειακών συμβούλων, που θα λειτουργούν κατευναστικά για τα πάθη μεταξύ των συζύγων και γονέων, συμβουλευτικά και διαμεσολαβητικά, κάτι που έχει ειπωθεί πολλάκις, στα συνέδρια της ένωσης μας και έχει αναλυθεί εκτενώς, ενώ πιστεύω πως πρέπει επιτέλους, να θεσμοθετηθεί η Συνεπιμέλεια και η διαμεσολάβηση.
Επειδή δεν θέλω να καταχραστώ τον χρόνο του συνεδρίου, δε θα επεκταθώ ως προς την επιτακτική ανάγκη συγκρότησης των οικογενειακών δικαστηρίων, καθώς στην Ελλάδα της κρίσης κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό και αν μη τι άλλο μελλοντικό. Θα προτείνω μια πιο άμεση λύση και αυτή δεν είναι άλλη από την εφαρμογή από τα δικαστήρια του άρθρου 1.532 του Αστικού κώδικα, το οποίο ορίζει ότι: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ' αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το δικαστήριο μπορεί ιδίως, να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή, ακόμη, και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτον ή και να διορίσει επίτροπο».
Η μητέρα, ως ασκούσα την επιμέλεια πέρα από νομική, έχει και ηθική υποχρέωση, ως πυλώνας της ελληνικής οικογένειας, να μεγαλώνει ήρεμα και ευτυχισμένα παιδιά, τα οποία θα νιώθουν πως αγαπιούνται και από τους δύο γονείς εξίσου, και τα οποία θα αναπτύξουν σωστούς δεσμούς αγάπης και εμπιστοσύνης και με τον πατέρα τους, για να γίνουν μεγαλώνοντας σωστοί και ισορροπημένοι άνθρωποι.
Πρέπει να καταλάβουν οι μαμάδες πως ο μπαμπάς έχει ίσα και ίδια δικαιώματα, πως η παρουσία του στη ζωή του παιδιού είναι καθοριστική και πως ο ρόλος του είναι ιερός, δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ακόμα και τον ίδιο το Θεό τον αποκαλούμε ΠΑΤΕΡΑ. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ανέφερε χαρακτηριστικά «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμία άλλη ανάγκη στην παιδική ηλικία, τόσο δυνατή όσο η ανάγκη της πατρικής προστασίας»
Πραγματικά, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο του και η πλήρης αποξένωση από αυτόν, είναι σύμφωνα με όσα ανέφερα ανωτέρω, βασική μορφή, της κακής άσκησης της επιμέλειας. Θεωρώ, πως θα πρέπει να τολμήσουν τα ελληνικά δικαστήρια επιτέλους, να εφαρμόσουν το άρθρο αυτό ουσιαστικά στις περιπτώσεις αυτές. Και αυτό, όχι τιμωρητικά αλλά προκειμένου να γίνει κατανοητό από την κοινωνία, πως η αποξένωση του γονέα από το τέκνο του, αποτελεί ύψιστη μορφή κακοποίησης και έχει καταστρεπτικές συνέπειες για την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών αλλά αποτελεί, και ακραία μορφή ψυχολογικής βίας σε βάρος του ετέρου γονέα, του πατέρα συνήθως, και προκειμένου επί τω τέλει, να εκλείψουν τα περιστατικά αυτά και να μεγαλώνουν παιδιά ισορροπημένα και σωστά με την παρουσία και των δύο γονέων. Μόνον με αυτόν τον τρόπο πιστεύω πως σταδιακά θα εκλείψουν τέτοιες συμπεριφορές.
Θεωρώ, πως δεν υπάρχουν βίαιοι άνδρες και βίαιες γυναίκες αλλά βίαιοι άνθρωποι, και πως θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα με σεξιστικά κριτήρια και να αντιληφθούμε, πως όποιος ασκεί την οποιαδήποτε μορφή βίας, απέναντι σε έναν συνάνθρωπό του, ασχέτως φύλου, ηλικίας, θέσης, καταγωγής, χρώματος, σεξουαλικών προτιμήσεων, θρησκευτικής πίστης ή πολιτικών πεποιθήσεων, θα πρέπει να καταδικάζεται και να έχει τις ανάλογες συνέπειες.
Πίσω από κάθε περίπτωση άσκησης βίας ή απειλής, στις στενές οικογενειακές και συναισθηματικές σχέσεις, κρύβεται σχεδόν πάντα μια ανθρώπινη τραγωδία, για την οποία κάθε κοινωνία, έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης. Στην ουσία, δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, είναι ένας ανελέητος πόλεμος, χωρίς νικητές, που στο τέλος του υπάρχουν μόνον ηττημένοι, καταρρακωμένοι, και δυστυχισμένοι άνθρωποι, που χρειάζονται επειγόντως τη βοήθεια, που σε κάθε περίπτωση, δικαιούνται και είμαστε ηθικά και νομικά υποχρεωμένοι ως κοινωνία και ως ελληνική δικαιοσύνη να προσφέρουμε.
Θα κλείσω, παραφράζοντας έναν στίχο: «Έχε το νου σου στο παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».
Μαγδαληνή Πλεμμένου
Δικηγόρος
* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην ημερίδα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχομένων Δικηγόρων για τη ενδοοικογενειακή βία.